μανότης

μανότης
μανότης, ητος, , opp. πυκνότης,
A looseness of texture, porousness, σπληνός, ὀστῶν, Pl.Ti.72c, 86d;

σαρκός Arist.EN1129a22

, cf. Thphr. HP1.5.4, al.
II rarity, separateness, Pl.Lg.812d;

τῶν φυτευομένων Thphr.CP3.7.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μανότης — μανότης, ητος, ἡ (Α) [μανός] 1. η χαλαρότητα, το πορώδες τής σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.) 2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • μανότης — looseness of texture fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανότησι — μανότης looseness of texture fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανότησιν — μανότης looseness of texture fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανότητα — μανότης looseness of texture fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανότητας — μανότης looseness of texture fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανότητες — μανότης looseness of texture fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανότητι — μανότης looseness of texture fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανότητος — μανότης looseness of texture fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνωσις — μάνωσις, ἡ (Α) [μανώ] μανότης,* αραίωση, αραιότητα …   Dictionary of Greek

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”